θεατής

θεατής
Τίτλος διαφόρων εντύπων. Τα πιο αξιόλογα είναι μία αθηναϊκή εφημερίδα (1868), μία εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (1868), μία εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζακύνθου (1891) και τρία αθηναϊκά περιοδικά (1836, 1925-41, 1958-61).
* * *
ο (Α θεατὴς, ιων. τ. θεητὴς) [θεώμαι]
1. αυτός που θεάται, αυτός που παρατηρεί κάτι με ενδιαφέρον ή πηγαίνει να δει κάτι, ο παρατηρητής («θεατὴς τῆς χώρης», Ηρόδ.)
2. αυτός που παρακολουθεί παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα
νεοελλ.
ο αμέτοχος και απαθής παρατηρητής μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος («παρέμεινα απαθής θεατής τής λογομαχίας»
αρχ.
αυτός που ερευνά, που εξετάζει με ενδιαφέρον («θεατὴς τἀληθοῦς», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεατής — ο 1. παρατηρητής, αυτός που βλέπει κάτι: Θεατές του αγώνα. 2. αυτός που παρακολουθεί αδιάφορα κάποιο γεγονός: Παρέμεινε απλός θεατής ως το τέλος της διένεξης. 3. αυτός που παρακολουθεί θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική ταινία κτλ.: Οι θεατές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεατής — θεᾱτής , θεατής one who sees masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηταῖς — θεατής one who sees masc dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηταί — θεατής one who sees masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • θεατά — θεᾱτά̱ , θεατής one who sees masc nom/voc/acc dual (ionic) θεᾱτά , θεατής one who sees masc voc sg (ionic) θεᾱτά , θεατής one who sees masc nom sg (epic ionic) θεᾱτά , θεατός to be seen neut nom/voc/acc pl θεᾱτά̱ , θεατός to be seen fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεητά — θεητά̱ , θεατής one who sees masc nom/voc/acc dual (ionic) θεατής one who sees masc voc sg (ionic) θεατής one who sees masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστασιοποίηση — Όρος του σύγχρονου θεάτρου, που αναφέρεται στην προσπάθεια του θεατρικού συγγραφέα (αλλά και των βασικών παραγόντων της παράστασης, π.χ. του σκηνοθέτη και των ηθοποιών) να αποτρέψουν τη μηχανική ταύτιση του θεατή με τον διαδραματιζόμενο μύθο και …   Dictionary of Greek

  • θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β …   Dictionary of Greek

  • λαθροθεατής — ο θεατής που παρακολουθεί κρυφά ένα θέαμα χωρίς να έχει πληρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + θεατής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”